στο λεξικό PONS
Pri·o·ri·tät <-, -en> [prioriˈtɛt] ΟΥΣ θηλ
1. Priorität τυπικ:
- Priorität
-
- Priorität
-
- Prioritäten setzen [o. festlegen]
-
- dem Umweltschutz muss absolute Priorität eingeräumt werden
-
-
- Priorität θηλ <-, -en>
-
- Priorität θηλ <-, -en>
- to prioritize sth
-
-
- Priorität θηλ <-, -en>
-
- Priorität θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.