στο λεξικό PONS
Hö·he·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
2. Höhepunkt:
-
- Höhepunkt αρσ <-(e)s, -e>
-
- Höhepunkt αρσ <-(e)s, -e>
-
- Höhepunkt αρσ <-(e)s, -e>
-
- Höhepunkt αρσ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Höhepunkt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Höhepunkt
-
konjunktureller Höhepunkt phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- konjunktureller Höhepunkt
-
-
- Höhepunkt αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.