I. bald <eher, am ehesten> [balt] ΕΠΊΡΡ
1. bald (schnell, in Kürze):
-  bald
 -  
 
2. bald (fast):
II. bald <eher, am ehesten> [balt] ΣΎΝΔ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.