στο λεξικό PONS
I. far <farther [or further], farthest [or furthest]> [fɑ:ʳ, αμερικ fɑ:r] ΕΠΊΡΡ
II. far <farther [or further], farthest [or furthest]> [fɑ:ʳ, αμερικ fɑ:r] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. far (further away):
3. far (distant):
I. ˈfar-off ΕΠΊΘ
1. far-off place, country:
far-fetched ΕΠΊΘ
- far-fetched
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.