Auf·tritt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Auftritt (Erscheinen):
- Auftritt
-
2. Auftritt ΘΈΑΤ (Erscheinen auf der Bühne):
3. Auftritt TV:
4. Auftritt (Streit):
- Auftritt
-
5. Auftritt ΟΙΚΟΔ (Treppe):
- Auftritt
-
Live·auf·trittΜΟ, Live-Auf·tritt [ˈlaif-] ΟΥΣ αρσ
- ein parodistischer Auftritt/Sketch/eine parodistische Sendung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.