στο λεξικό PONS
I. un·til [ʌnˈtɪl] ΠΡΌΘ
1. until (up to):
II. un·til [ʌnˈtɪl] ΣΎΝΔ esp τυπικ
1. until (up to time when):
2. until (not before):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.