στο λεξικό PONS
ˈset·tle·ment days ΟΥΣ πλ
1. settlement days ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- settlement days
-
2. settlement days ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
- settlement days
-
ˈglo·ry days ΟΥΣ πλ
- glory days
-
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day (24 hours):
2. day ΟΙΚΟΝ (work period):
3. day (not night):
4. day (former time):
5. day no pl (present):
6. day (life):
7. day (special date):
ιδιωτισμοί:
day ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
moving 200-days-average ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
day-to-day business ΟΥΣ handel
-
- Tagesgeschäft ουδ
day-to-day fluctuation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
length of day ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
long-day plant (LDP) ΟΥΣ
short-day plant (SDP) ΟΥΣ
day-neutral plant ΟΥΣ
day-night oxygen fluctuation ΟΥΣ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
course of the day
by time of day
time of day ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
time of day dependent control ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.