- hour
-
- hour
-
- hour
-
- hour hand
-
- kilowatt hour
- Kilowattstunde θηλ
- lunch hour
-
- half-hour
-
- eight-hour
-
-
- Achtstundentag αρσ


- witching hour
- Geisterstunde θηλ
- man-hour
-
- man-hour
- Mannstunde θηλ
- staff-hour
-
- staff-hour
- Mannstunde θηλ
- person-hour
-
- person-hour
- Mannstunde θηλ


-
- operating hour
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.