στο λεξικό PONS
I. voll [fɔl] ΕΠΊΘ
1. voll (gefüllt, bedeckt):
2. voll (ganz, vollständig):
3. voll (prall, rundlich):
4. voll (kräftig):
6. voll αργκ (betrunken):
II. voll [fɔl] ΕΠΊΡΡ
1. voll (vollkommen):
2. voll (uneingeschränkt):
3. voll αργκ (total):
4. voll οικ (mit aller Wucht):
Lob <-[e]s, -e> [lo:p] ΟΥΣ ουδ πλ selten
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
nicht voll eingezahlt phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.