στο λεξικό PONS
 
  
 ex·tent [ɪkˈstent, ekˈ-] ΟΥΣ
1. extent no pl:
2. extent no pl (range):
3. extent no pl (amount):
4. extent (degree):
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 diversification extent ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  diversification extent
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
