στο λεξικό PONS
ex·ˈten·sion op·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. ex·ten·sion [ɪkˈsten(t)ʃən, ekˈ-] ΟΥΣ
II. ex·ten·sion [ɪkˈsten(t)ʃən, ekˈ-] ΟΥΣ modifier αμερικ, αυστραλ ΠΑΝΕΠ
op·tion [ˈɒpʃən, αμερικ ˈɑ:p-] ΟΥΣ
1. option:
2. option (freedom to choose):
3. option (right to buy or sell):
4. option usu pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
extension option ΟΥΣ ΑΚΊΝ
extension ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
option ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.