στο λεξικό PONS
Wahl·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Wahlrecht ΠΟΛΙΤ (das Recht zu wählen):
- das allgemeine Wahlrecht
-
-
- Wahlrecht ουδ <-(e)s> kein pl
-
- allgemeines Wahlrecht
- to enfranchise sb
-
-
- allgemeines Wahlrecht
-
- allgemeines Wahlrecht
-
- das Wahlrecht [o. Stimmrecht]
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wahlrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Wahlrecht
-
-
- Wahlrecht ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.