στο λεξικό PONS
Aus·bau <-bauten> ΟΥΣ αρσ
1. Ausbau kein πλ:
4. Ausbau kein πλ (Vertiefung):
- Ausbau
-
5. Ausbau kein πλ (die Festigung):
- Ausbau
-
- Ausbau
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ausbau ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Ausbau (eines Unternehmens oder Geschäftsbereichs)
-
- Ausbau (eines Unternehmens oder Geschäftsbereichs)
-
-
- Ausbau αρσ
-
- Ausbau αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.