Ausbau <-(e)s, -ten> SUBST αρσ
1. Ausbau nur ενικ ΤΕΧΝΟΛ (von Motor, Gerät):
- Ausbau
- αποσυναρμολόγηση θηλ
- Ausbau
- ξεμοντάρισμα ουδ
2. Ausbau (eines Hauses):
- Ausbau
- επέκταση θηλ
3. Ausbau nur ενικ μτφ (Erweiterung):
- Ausbau
- ανάπτυξη θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.