επέκτασ|η <-εις> [ɛˈpɛktasi] SUBST θηλ
1. επέκταση (γενικά: εμπορίου, επιρροής κτλ):
2. επέκταση:
- επέκταση ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ
- Expansion θηλ
- επέκταση ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ
- Ausweitung θηλ
- επέκταση δραστηριότητας ΟΙΚΟΝ
-
- εδαφική επέκταση
-
- επέκταση παραγωγής
-
- επέκταση πωλήσεων
- Absatzausweitung θηλ
3. επέκταση (πυρκαγιάς, επιδημίας):
- επέκταση
- Ausdehnung θηλ
4. επέκταση (παράταση):
5. επέκταση (κτίσμα):
- επέκταση
- Anbau αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- επέκταση δραστηριότητας ΟΙΚΟΝ
- εδαφική επέκταση
- επέκταση παραγωγής
- επέκταση πωλήσεων
- Absatzausweitung θηλ