στο λεξικό PONS
pure [pjʊəʳ, αμερικ pjʊr] ΕΠΊΘ
1. pure (unmixed):
2. pure ΖΩΟΛ (purebred):
- pure
-
5. pure (free of evil):
8. pure ΜΟΥΣ (in tune):
- pure
- rein <reiner, am reinsten>
9. pure ΓΛΩΣΣ (single-sounded):
- pure
- monophthongisch ειδικ ορολ
10. pure (abstract):
ˈpure blood ΟΥΣ
- pure blood
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.