lau·ter2 [ˈlautɐ] ΕΠΊΘ
Wahr·heit <-, -en> [ˈva:ɐ̯hait] ΟΥΣ θηλ
1. Wahrheit (tatsächlicher Sachverhalt):
I. laut1 [laut] ΕΠΊΘ
1. laut (weithin hörbar):
- aus [lauter] Böswilligkeit
-
- aus [lauter] Böswilligkeit
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.