στο λεξικό PONS
I. lat·est [ˈleɪtɪst, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
II. lat·est [ˈleɪtɪst, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
III. lat·est [ˈleɪtɪst, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΡΡ
I. late <-r, -st> [leɪt] ΕΠΊΘ
1. late (behind time):
2. late (in the day):
3. late προσδιορ (towards the end):
4. late προσδιορ arts, ΜΟΥΣ:
5. late προσδιορ (former):
6. late προσδιορ (deceased):
II. late <-r, -s> [leɪt] ΕΠΊΡΡ
1. late (after the expected time):
2. late (at an advanced time):
3. late (recently):
I. late <-r, -st> [leɪt] ΕΠΊΘ
1. late (behind time):
2. late (in the day):
3. late προσδιορ (towards the end):
4. late προσδιορ arts, ΜΟΥΣ:
5. late προσδιορ (former):
6. late προσδιορ (deceased):
II. late <-r, -s> [leɪt] ΕΠΊΡΡ
1. late (after the expected time):
2. late (at an advanced time):
3. late (recently):
late de·ˈvel·op·er ΟΥΣ βρετ
late ˈbloom·er ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ (late developer)
late ˈpay·ment ΟΥΣ
late interest ΟΥΣ
-
- Verzugszinsen ουσ πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
late amount ΟΥΣ handel
-
- Verzugsbetrag αρσ
late payment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
late charge ΟΥΣ handel
-
- Verzugsgebühr θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
late-night shopping ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.