στο λεξικό PONS
goal [gəʊl, αμερικ goʊl] ΟΥΣ
1. goal (aim):
2. goal ΑΘΛ (scoring area):
goal-ˈori·ent·ed ΕΠΊΘ
- goal-oriented
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
goal ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- goal
- Zielvorstellung θηλ
investment goal ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- investment goal
- Anlageziel ουδ
structural goal ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- structural goal
- Strukturziel ουδ
investment goal fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- investment goal fund
- Anlagezielfonds αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.