στο λεξικό PONS
Ziel·set·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
-
- Zielsetzung θηλ <-, -en>
-
- langfristige/kurzfristige Zielsetzung
- misdirection of efforts
- falsche Zielsetzung
-
- Zielsetzung θηλ <-, -en>
-
- Zielsetzung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- kurzfristige/langfristige Zielsetzung