στο λεξικό PONS
door [dɔ:ʳ, αμερικ dɔ:r] ΟΥΣ
1. door (entrance):
2. door (house):
3. door (room):
4. door μτφ (means of access/opportunity):
door-to-ˈdoor ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
ˈfire door ΟΥΣ
- fire door
- Brandschutztür θηλ
ˈdoor-bust·er ΕΠΊΘ μτφ
- door-buster
-
ˈdoor jamb ΟΥΣ (doorpost)
- door jamb
-
closed-ˈdoor ΕΠΊΘ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
doorstep selling βρετ, door to door selling αμερικ ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.