

- Kind
- child a. μτφ
- Kind
- kid οικ
- gemeinschaftliches Kind ΝΟΜ
-
- jds Kinder und Kindeskinder
-
- jds leibliches Kind
-
- ein uneheliches [o. nicht eheliches] Kind
-
- Kind
-
- Kind ΙΑΤΡ, ΨΥΧ
-
- Kind
-
- Sie sehen überarbeitet aus, Kind
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.