il·le·giti·mate [ˌɪlɪˈʤɪtəmət, αμερικ -ˈʤɪt̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. illegitimate (child):
- illegitimate
- unehelich ειδικ ορολ
- illegitimate
-
2. illegitimate (unauthorized):
- illegitimate
-
- illegitimate
-
- of illegitimate/legitimate birth
-
- illegitimate child
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.