στο λεξικό PONS
ich <γεν meiner, δοτ mir, αιτ mich> [ɪç] ΑΝΤΩΝ πρόσ
Ich·er·zäh·ler(in) <-s, -; -, -nen-s, -; -, -nen>, Ich-Er·zäh·ler (in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΛΟΓΟΤ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.