

Er·zäh·ler(in) <-s, -> [ɛɐ̯ˈtsɛ:lɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Erzähler (jd, der erzählt):
- Erzähler(in)
-
2. Erzähler:
Ich·er·zäh·ler(in) <-s, -; -, -nen-s, -; -, -nen>, Ich-Er·zäh·ler (in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΛΟΓΟΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.