στο λεξικό PONS
 
  
 AG <-, -s> [a:ˈge:] ΟΥΣ θηλ
Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ
Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ak·ti·en·ge·sell·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
-  Gesellschafterliste einer AG
-  
-  Gründungsbericht einer AG
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ
Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ak·ti·en·ge·sell·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Ausfuhrkredit-AG ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
AG & Co. ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Schweizerische Effekten-Giro AG ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
 
  
 -  
-  Aktiengesellschaft (AG) θηλ
-  
-  Ausfuhrkredit-AG θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
