στο λεξικό PONS
Um·welt <-> [ˈʊmvɛlt] ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Umwelt ΟΙΚΟΛ:
- Umwelt
-
2. Umwelt (Menschen in jds Umgebung):
- Umwelt
-
Bundesministerium für Umwelt, Naturschutz und Reaktorsicherheit, BMU ΟΥΣ
- artifiziell Umwelt
-
- die Umwelt verseuchen
-
-
- Umwelt-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Umwelt
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Umwelt ΠΕΡΙΒ
- Umwelt
-
- Umwelt
-
-
- Umwelt
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.