στο λεξικό PONS
nu·clear [ˈnju:kliəʳ, αμερικ ˈnu:kliɚ, ˈnju:-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
nu·clear aˈgree·ment ΟΥΣ
- nuclear agreement
- Atomabkommen ουδ
nu·clear-ˈpow·ered ΕΠΊΘ αμετάβλ
- nuclear-powered
-
nu·clear ˈphysi·cist ΟΥΣ
- nuclear physicist
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
nuclear transplantation ΟΥΣ
- nuclear transplantation
-
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
nuclear accident ΟΥΣ
- nuclear accident
- Atomunfall αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.