στο λεξικό PONS
holo·caust [ˈhɒləkɔ:st, αμερικ ˈhɑ:ləkɑ:st] ΟΥΣ
2. holocaust (genocide):
3. holocaust ιστ (burnt offering):
- holocaust
-
- Holocaust
- holocaust
-
- Holocaust denial
- Holocaustleugner(in)
- Holocaust denier
- Judenvernichtung (im 3. Reich)
- Holocaust no πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.