στο λεξικό PONS
hands-ˈon ΕΠΊΘ
1. hands-on ΟΙΚΟΝ (non-delegating):
hands-ˈoff ΕΠΊΘ
1. hands-off ΟΙΚΟΝ:
2. hands-off Η/Υ:
- hands-off
-
lay·ing on of hands [ˈleɪɪŋ-] ΟΥΣ no pl
all-hands meeting ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
stock on hand ΟΥΣ handel
cash on hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Barbestand αρσ
inventory on hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
remaining cash in hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
cash in hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
resources in hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
on-hand quantity ΟΥΣ handel
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
hand brake
right hand bend ΥΠΟΔΟΜΉ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈhand-craft·ed ΕΠΊΘ
hand-crafted product:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.