στο λεξικό PONS
I. whole [həʊl, αμερικ hoʊl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. whole (entire):
2. whole:
3. whole κατηγορ λογοτεχνικό (healthy):
4. whole οικ (emphasize amount):
II. whole [həʊl, αμερικ hoʊl] ΟΥΣ
2. whole no pl (entirety):
whole-heart·ed [-ˈhɑ:tɪd, αμερικ -hɑ:rt̬ɪd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
whole-heart·ed·ly [-ˈhɑ:tɪdli, αμερικ -ˈhɑ:rt̬ɪd-] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
whole-tone ˈscale ΟΥΣ
-
- Ganztonleiter θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
year as a whole ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Gesamtjahr ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.