Oxford Spanish Dictionary
I. whole [αμερικ hoʊl, βρετ həʊl] ΕΠΊΘ
1.1. whole (entire) προσδιορ, no συγκρ:
1.2. whole (emphatic use):
2.1. whole pred (in one piece):
2.2. whole pred (healthy):
- whole αρχαϊκ
-
II. whole [αμερικ hoʊl, βρετ həʊl] ΟΥΣ
1. whole (integral unit):
2. whole in phrases:
στο λεξικό PONS
I. whole [həʊl, αμερικ hoʊl] ΕΠΊΘ
II. whole [həʊl, αμερικ hoʊl] ΟΥΣ
III. whole [həʊl, αμερικ hoʊl] ΕΠΊΡΡ
- whole
-
- whole new
-
whole-hearted [ˌhəʊlˈhɑ:tɪd, αμερικ ˌhoʊlˈhɑ:rt̬ɪd] ΕΠΊΘ
I. whole [hoʊl] ΕΠΊΘ
II. whole [hoʊl] ΟΥΣ
whole food ΟΥΣ
1. whole food (unprocessed food):
ιδιωτισμοί:
- whole foods (unprocessed food products)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.