Oxford Spanish Dictionary
entero1 (entera) ΕΠΊΘ
1.1. entero (en su totalidad):
1.3. entero (intacto):
entero2 ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
entero (-a) ΕΠΊΘ
1. entero (completo) tb. ΜΑΘ:
entero (-a) [en·ˈte·ro] ΕΠΊΘ (completo)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.