Oxford Spanish Dictionary
spent1 [αμερικ spɛnt, βρετ spɛnt] παρελθ & παρελθ part spend
I. spend <παρελθ & μετ παρακειμ spent> [αμερικ spɛnd, βρετ spɛnd] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. spend money:
1.2. spend (expend):
2. spend (pass):
spent2 ΕΠΊΘ
1. spent (used):
- spent cartridge/match/ammunition
-
I. spend <παρελθ & μετ παρακειμ spent> [αμερικ spɛnd, βρετ spɛnd] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. spend money:
1.2. spend (expend):
2. spend (pass):
- he spent money recklessly
-
στο λεξικό PONS
I. spent [spent] ΡΉΜΑ
spent μετ παρακειμ, pt of spend
II. spent [spent] ΕΠΊΘ
I. spent [spent] ΡΉΜΑ
spent μετ παρακειμ, pt of spend
II. spent [spent] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.