Oxford Spanish Dictionary
afternoon [αμερικ ˌæftərˈnun, βρετ ɑːftəˈnuːn] ΟΥΣ
1. afternoon (time of day):
2. afternoon as επίρρ:
στο λεξικό PONS
I. afternoon [ˌɑ:ftəˈnu:n, αμερικ ˌæftɚ-] ΟΥΣ
-
- afternoon
I. afternoon [ˌæf·tər·ˈnun] ΟΥΣ
-
- afternoon
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.