Oxford Spanish Dictionary
honest [αμερικ ˈɑnəst, βρετ ˈɒnɪst] ΕΠΊΘ
1. honest (trustworthy, upright):
- honest person/action
-
- honest person/action
-
2. honest (sincere):
- honest appraisal
-
- honest appraisal
-
- honest opinion/attempt
-
I. honest-to-God [αμερικ ˌɑnəsttəˈɡɑd], honest-to-goodness [-ˈɡʊdnəs, -ˈɡʊdnɪs] ΕΠΊΘ οικ προσδιορ
- a commendably honest person
-
- brutally frank/honest
-
- brutally frank/honest
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.