Oxford Spanish Dictionary
 
  
 I. homosexual [αμερικ ˌhoʊməˈsɛkʃ(u)əl, βρετ ˌhɒmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, ˌhəʊmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl] ΕΠΊΘ
-  homosexual
-  homosexual
II. homosexual [αμερικ ˌhoʊməˈsɛkʃ(u)əl, βρετ ˌhɒmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, ˌhəʊmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl] ΟΥΣ
-  homosexual
-  homosexual αρσ θηλ
-  he has homosexual inclinations
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 I. homosexual [ˌhɒməˈsekʃʊəl, αμερικ ˌhoʊmoʊ-] ΕΠΊΘ
-  homosexual
-  homosexual
II. homosexual [ˌhɒməˈsekʃʊəl, αμερικ ˌhoʊmoʊ-] ΟΥΣ
-  homosexual
-  homosexual αρσ θηλ
 
  
 I. homosexual [ˌhoʊ·mə·ˈsek·ʃu·əl] ΕΠΊΘ
-  homosexual
-  homosexual
II. homosexual [ˌhoʊ·mə·ˈsek·ʃu·əl] ΟΥΣ
-  homosexual
-  homosexual αρσ θηλ
 
  
 -  homosexual
-  homosexual
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- homogenize
- homogenous
- homograph
- homologous
- homonym
- homosexual
- homosexuality
- hon
- Hon.
- honcho
- Honduran
