στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. homosexual [βρετ ˌhɒmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, ˌhəʊmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, αμερικ ˌhoʊməˈsɛkʃ(u)əl] ΕΠΊΘ
-  homosexual
-  
II. homosexual [βρετ ˌhɒmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, ˌhəʊmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, αμερικ ˌhoʊməˈsɛkʃ(u)əl] ΟΥΣ
-  homosexual
-  omosessuale αρσ θηλ
-  practising homosexual
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 I. homosexual [ˌhoʊ·mə·ˈsek·ʃʊ·əl] ΕΠΊΘ
-  homosexual
-  
II. homosexual [ˌhoʊ·mə·ˈsek·ʃʊ·əl] ΟΥΣ
-  homosexual
-  omosessuale αρσ θηλ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
