Oxford Spanish Dictionary
I. upright [αμερικ ˈəpˌraɪt, βρετ ˈʌprʌɪt] ΕΠΊΘ
1. upright (vertical):
2. upright (honest):
- upright character/citizen
-
στο λεξικό PONS
I. upright [ˈʌpraɪt] ΕΠΊΘ
II. upright [ˈʌpraɪt] ΕΠΊΡΡ
I. upright [ˈʌp·raɪt] ΕΠΊΘ
II. upright [ˈʌp·raɪt] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.