Oxford Spanish Dictionary
I. which [αμερικ (h)wɪtʃ, βρετ wɪtʃ] ΑΝΤΩΝ
1.1. which:
1.2. which (in indirect use):
2.1. which (as relative):
II. which [αμερικ (h)wɪtʃ, βρετ wɪtʃ] ΕΠΊΘ
1.1. which (in questions):
1.2. which (in indirect questions):
2.1. which (as relative):
στο λεξικό PONS
II. which [wɪtʃ] ΑΝΤΩΝ
II. which [hwɪtʃ] ΑΝΤΩΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.