Oxford Spanish Dictionary
desastroso (desastrosa) ΕΠΊΘ
1. desastroso (catastrófico):
- desastroso (desastrosa)
-
- desastroso (desastrosa)
-
2. desastroso (uso hiperbólico):
- desastroso (desastrosa)
-
στο λεξικό PONS
desastroso (-a) ΕΠΊΘ
- desastroso (-a)
-
desastroso (-a) [de·sas·ˈtro·so, -a] ΕΠΊΘ
- desastroso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.