στο λεξικό PONS
I. ˈwhole·food ΟΥΣ βρετ
1. wholefood no pl (unprocessed food):
2. wholefood (unprocessed food products):
- wholefoods pl
-
II. ˈwhole·food ΟΥΣ modifier
wholefood (cooking, restaurant):
I. shop [ʃɒp, αμερικ ʃɑ:p] ΟΥΣ
1. shop (store):
2. shop βρετ, αυστραλ (shopping):
3. shop (workshop):
II. shop <-pp-> [ʃɒp, αμερικ ʃɑ:p] ΡΉΜΑ αμετάβ
| I | shop |
|---|---|
| you | shop |
| he/she/it | shops |
| we | shop |
| you | shop |
| they | shop |
| I | shopped |
|---|---|
| you | shopped |
| he/she/it | shopped |
| we | shopped |
| you | shopped |
| they | shopped |
| I | have | shopped |
|---|---|---|
| you | have | shopped |
| he/she/it | has | shopped |
| we | have | shopped |
| you | have | shopped |
| they | have | shopped |
| I | had | shopped |
|---|---|---|
| you | had | shopped |
| he/she/it | had | shopped |
| we | had | shopped |
| you | had | shopped |
| they | had | shopped |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- whizzy
- who
- who'll
- who's
- whoa
- wholefood shop
- wholegrain
- whole-hearted
- whole-heartedly
- whole-hog
- whole life insurance