Kanz·lei <-, -en> [kantsˈlai] ΟΥΣ θηλ
1. Kanzlei (Büro):
- Kanzlei
-
2. Kanzlei ΙΣΤΟΡΊΑ (Behörde):
- Kanzlei
-
3. Kanzlei (Gebäude):
- Kanzlei
-
- Kanzlei des Gerichtshofes
-
-
- Kanzlei θηλ <-, -en>
- chambers pl
- Kanzlei θηλ <-, -en>
- office lawyer
- Kanzlei θηλ <-, -en>
-
- [Rechtsanwalts]kanzlei θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.