στο λεξικό PONS
ei·gen <eigener, eigene, eigenes> [ˈaign̩] ΕΠΊΘ
1. eigen (jdm gehörig):
3. eigen (typisch, kennzeichnend):
- aus eigener Anschauung τυπικ
-
- aus eigener Initiative
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
eigener Wechsel phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- eigener Wechsel (Solawechsel)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.