στο λεξικό PONS
prom·is·sory note [ˌprɒmɪsəriˈnəʊt, αμερικ ˈprɑ:mɪsɔ:riˌnoʊt] ΟΥΣ
- promissory note
- Solawechsel αρσ
- promissory note
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
promissory note investment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- promissory note investment
-
promissory note market ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
promissory note loan ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.