I. kauf·män·nisch ΕΠΊΘ
II. kauf·män·nisch ΕΠΊΡΡ
-
- ≈ clerk
- kaufmännischer Verpflichtungsschein
-
- kaufmännischer Gehilfe τυπικ
-
- kaufmännischer Leiter
-
- kaufmännischer Mitarbeiter
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- kaufmännischer Verpflichtungsschein
- kaufmännischer Gehilfe τυπικ
- kaufmännischer Leiter
- kaufmännischer Mitarbeiter