στο λεξικό PONS
 
 ini·tia·tive [ɪˈnɪʃətɪv, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. initiative no pl επιβεβαιωτ (enterprise):
2. initiative no pl (power to act):
3. initiative (action):
-  initiative
 -  Initiative θηλ <-, -n>
 
joint iˈni·tia·tive ΟΥΣ
-  joint initiative
 -  
 
 
 -  
 -  initiative
 
-  
 -  legislative initiative
 
-  
 -  peace initiative
 
-  
 -  neighbourhood initiative
 
-  
 -  private initiative [or enterprise]
 
-  fraktionsübergreifende parlamentarische Initiative
 -  
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.