στο λεξικό PONS
Pro·blem <-s, -e> [proˈble:m] ΟΥΣ ουδ
1. Problem (Schwierigkeit):
- Problem
- problem
2. Problem τυπικ (schwierige Aufgabe):
Cauchy-Problem ΟΥΣ
-
- Cauchy problem
- wiederkehren Problem
-
- wiederkehren Problem
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
- problem
- Problem(stellung)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.