στο λεξικό PONS
 
  
 I. par·ticu·lar [pɑ:ˈtɪkjələʳ, αμερικ pɚˈtɪkjəlɚ] ΕΠΊΘ
1. particular προσδιορ (individual):
2. particular προσδιορ (special):
II. par·ticu·lar [pɑ:ˈtɪkjələʳ, αμερικ pɚˈtɪkjəlɚ] ΟΥΣ τυπικ
1. particular (detail):
2. particular (information):
ιδιωτισμοί:
-  in particular
-  
particular ΕΠΊΘ
-  particular (fussy)
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
