I. son·der·lich [ˈzɔndɐlɪç] ΕΠΊΘ
1. sonderlich προσδιορ (besonders):
- sonderlich
-
II. son·der·lich [ˈzɔndɐlɪç] ΕΠΊΡΡ
- sonderlich
-
- nicht sonderlich begeistert
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.